- εξινίζω
- ἐξινίζω (Α)εξινιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξινίζεται — ἐξινίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξινίσωσι — ἐξινίζω aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξινίσας — ἐξινίσᾱς , ἐξινίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)